καναδόκα

καναδόκα
καναδόκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα τού Ησυχίου θα πρέπει να διορθωθεί σε χηλή οϊστού «εγκοπή βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η γλώσσα τού Ησυχίου κανδόχα
κήλη ως άλλος τ. τού καναδόκα, οπότε το κήλη θα πρέπει επίσης να διορθωθεί σε χηλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • κάναδοι — κάναδοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα*, κανδόχα] …   Dictionary of Greek

  • κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… …   Dictionary of Greek

  • κανδόχα — κανδόχα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κήλη». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καναδόκα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”